ειρωνεία
Greek Monolingual
η (AM εἰρωνεία)
λεπτός εμπαιγμός τών ελαττωμάτων, της συμπεριφοράς ή τών λόγων τών άλλων
νεοελλ.
φρ.
1. «ειρωνεία της τύχης» — η απροσδόκητη αλλαγή προς το χειρότερο της τύχης που φαινόταν ευνοϊκή
2. «σωκρατική ειρωνεία» — η φιλοσοφική, παιδευτική μέθοδος του Σωκράτη που υποκρίνεται ότι αγνοεί κάτι και ζητεί να τον φωτίσει ο συνομιλητής του για να φανεί στο τέλος η άγνοια ή η αντίφαση στους λόγους του συνομιλητή και να βρεθεί η αλήθεια
3. «τραγική ειρωνεία» — η τεχνική του δράματος κατά την οποία ο θεατής που έχει κατανοήσει τα αληθινά περιστατικά αγωνιά για την τύχη του τραγικού ήρωα ο οποίος τά αγνοεί
αρχ.
1. προσποίηση άγνοιας για να φανεί η άγνοια του συνομιλητή ή του αντιπάλου
2. προσποιητή μετριοφροσύνη
3. προσποιητή προθυμία στην αρχή ενός έργου που στη συνέχεια ατονεί
4. απόκρυψη της πραγματικής διαθέσεως
5. πρόφαση.