τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass
ο, Ναυτός που σαρκάζει, που χλευάζει, που περιπαίζει τους άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Π. Εξακουστό].