σαρκοτικτώ

Greek Monolingual

-έω, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) είμαι ζωοτόκος, γεννώ ένσαρκο ον και όχι αβγό («ἀπὸ τῶν πτηνῶν ἡ νυκτερὶς μόνη σαρκοτικτεῖ», Λεξ. Σούδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τικτῶ (< -τικτος < τίκτω «γεννώ»)].