τό, purulent flesh, Hp. Coac.615.
σαρκόπυον: τό, ἀπόστημα σαρκός, οἴδημα μετὰ πύου, Ἱππ. 220C.
τὸ, Ααπόστημα σάρκας, οίδημα με πύον.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + πύον.