Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σαστίζω
Greek Monolingual
Ν 1.προκαλώ σε κάποιον σύγχυση, τον κάνω να τά χάσει («μέ σάστισε με τις φωνές του») 2.(αμτβ.)περιέρχομαι σε αμηχανία, τά χάνω («σάστισα, έτσιξαφνικά που σέ είδα») 3.φρ. «τά σάστισα» — τά έχασα. [ΕΤΥΜΟΛ.< τουρκ. şaştim, αόρ. του şaşmak].