το / σεῖσμα, ΝΜΑ, και σεῖσμαν Μ σείωη σείσηνεοελλ.-μσν.λίκνισμα, κούνημα του σώματος κατά το βάδισμα («στο σείσμα και στο λύγισμα», Ερωτόκρ.)αρχ.συν. στον πληθ. τὰ σείσματαψευδής κατηγορία για εκβιασμό.