σείσων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, (σείω) earthen vessel in which beans were shaken while being roasted, Alex.134, Axionic.7. also σειεύς, έως, ὁ, Poll. 7.181 (s. v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

σείσων: -ονος, ὁ, (σείω) ἀγγεῖον πήλινον, ἐν ᾧ ἐνεσείοντον οἱ κύαμοι ψηνόμενοι, οἷον σήμερον τό ἐν ᾧ ψήνουσι τὸν καφέν, «καβουρδιστῆρι» (Τουρκ.), Ἄλεξ. ἐν «Λημ.» 1, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 3. Ὡσαύτως σειεύς, έως, ὁ, Πολυδ. Ζ΄ 181.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
πήλινο αγγείο στο οποίο κουνούσαν τα κουκιά καθώς τα έψηναν, καβουρντιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σείω + επίθημα -ων (πρβλ. καίω: καύσων)].

German (Pape)

ὁ, der Rüttler, ein irdenes Gefäß, Bohnen, die geröstet werden sollten, darin zu schütteln, unserer Kaffeetrommel vergleichbar, Poll. 10.100, 122.