σεισίχθων
English (LSJ)
-ονος, ὁ, earth-shaker, epithet of Poseidon, Pi.I.1.52, D.H.2.31, etc., cf. ἐνοσίχθων; of Zeus, Orph.H.14.8.
German (Pape)
[Seite 869] ὁ, Erderschütterer, Beiw. des Poseidon; Pind. I. 1, 52; Luc. philop. 6.
French (Bailly abrégé)
ονος;
adj. m.
qui ébranle la terre (ép. de Poséidon).
Étymologie: σείω, χθών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
σεισίχθων: ονος adj. потрясающий землю (эпитет Посидона) Pind., Luc.
English (Slater)
σεισίχθων earth shaking epithet of Poseidon. ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῆσαι (I. 1.52)
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
(συν. ως προσωνυμία του Διός και του Ποσειδώνος) αυτός που σείει, που ταράζει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισι- του σείω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + χθών «γη» (πρβλ. δαμασίχθων)].
Greek Monotonic
σεισίχθων: -ονος, ὁ (σείω), αυτός που σείει τη γη, επίθ. του Ποσειδώνα (που τον θεωρούσαν υπαίτιο των σεισμών), σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
σεισίχθων: -ονος, ὁ, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπίθετον τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Ι. 1. 76, Διον. Ἁλ. 2. 31, κλπ., πρβλ. ἐνοσίχθων, ἐννοσίγαιος· ἐπί τοῦ Διός, Ὀρφ. Ὑμν. 14. 8.
Middle Liddell
σεισί-χθων, ονος, ὁ, σείω
earth-shaker, epithet of Poseidon, Pind.
Léxico de magia
ὁ que agita la tierra de Apolo-Helios σεισίχθων, φώσφωρ, ἐλθὲ ἱλαρὸς καὶ ἐπήκοος τῷ σῷ προφήτῃ tú que agitas la tierra, portador de luz, ven propicio y obediente a tu profeta P III 255 (cj. Pr.)