Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σελιδοποιώ
Greek Monolingual
Ν (για τυπογράφο) κατανέμω την στοιχειοθετημένη ή φωτοσυντεθειμένη τυπογραφική ύλη σε σελίδες, κάνωσελιδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ.<σελίδα+ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος].