το, Νάκλ.1. είδος υφάσματος κατάλληλο για κέντημα2. εργόχειρο, κέντημα για μικρό τραπέζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chemin «οδός, δρόμος» < υστερολατ. camminus].