εργόχειρο

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

το (AM ἐργόχειρον)
1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα
2. χειρωνακτική εργασία μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι»)
πρβλ. ιδιόχειρος, πρόχειρος κ.λπ.].