ἡ, Dim. σενδούκιον, τό, = κιβώτιον or σκευάριον, Sch. Ar.Pl.711, 809.
σενδούκη: ἡ, ὑποκοριστ. σενδούκιον, τό, = κιβώτιον ἢ σκευάριον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Πλ. 711, 810.
ἡ, Ακιβώτιο ή μικρό σκεύος.