σερβικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, και σέρβικος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σερβία ή στους Σέρβους
2. (το θηλ. εν. και το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) η Σερβική και τα Σερβικά ή Σέρβικα
η σερβική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σερβία / Σέρβος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].