σημαδούρα

Greek Monolingual

και σαμαδούρα και σαμαντούρα και σημαντούρα και τσαμαδούρα, η, Ν
1. ναυτ. ο σημαντήρας
2. μτφ. χοντρή, ακαλαίσθητη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι / σημαντήρ + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μουντζούρα, χασούρα)].