σημαντήρι

Greek Monolingual

το / σημαντήριον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
το σήμαντρο τών μοναστηριών
αρχ.
1. σφραγίδα πάνω σε κάτι που πρέπει να μείνει άθικτο
2. νομισματοκοπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τήρι(ον) (πρβλ. πειραχ-τήριον)].