σήμαντρο

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

το / σήμαντρον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
1. ξύλινο ή μεταλλικό αντικείμενο, συνήθως δοκάρι ή έλασμα, αναρτημένο με αλυσίδα, το οποίο οι μοναχοί χτυπούν ρυθμικά με ειδικό πλήκτρο στα μοναστήρια, σε καθορισμένο χρόνο, όπως προβλέπει το τυπικό («σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι / με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες», δημ. τραγούδι)
2. σφραγίδα, όργανο σφραγίσματος
νεοελλ.
κρουστό μουσικό όργανο, τρίγωνο
μσν.-αρχ.
σφραγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τρον (πρβλ. στέγαστρον)].