σιδηροθήκη

English (LSJ)

ἡ, armoury, Hsch. s.v. ὀγκίαι.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροθήκη: ἡ, ὁπλοστάσιον, ὁπλοθήκη, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀγκίαι.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. οπλοθήκη, οπλοστάσιο
2. πιθ. θήκη ιατρικών εργαλείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + θήκη (πρβλ. σκευοθήκη)].