ὁπλοθήκη
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
ἡ,
A armoury, SIG253T9 (Delph., iv B. C.), LXX 2 Ch.32.27, D.S.17.79, Str.4.1.5, J.BJ2.4.1 (pl.), Plu.2.159e (pl.), Sull.14, Ael.VH6.12.
2 shield-case. OGI339.80 (Sestos, ii B. C., pl.).
German (Pape)
[Seite 359] ἡ, ein Ort, wo Waffen hingelegt und aufbewahrt werden; Plut. Sull. 14, oft; Ael. V. H. 6, 12.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dépôt d'armes, arsenal.
Étymologie: ὅπλον, θήκη.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλοθήκη: ἡ склад оружия, арсенал Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλοθήκη: ἡ, ὁπλοστάσιον, Πλούτ. 2. 159Ε, Σύλλ. 14, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12.
Greek Monolingual
η (Α ὁπλοθήκη)
χώρος ειδικά διαμορφωμένος για την τοποθέτηση και τη φύλαξη τών όπλων, οπλοστάσιο
νεοελλ.
1. προθήκη στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας
2. θήκη όπλου, ιδίως κυνηγετικού, μέσα στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια
αρχ.
θήκη όπλου, ιδίως ασπίδας.
Greek Monotonic
ὁπλοθήκη: ἡ, οπλοστάσιο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὁπλο-θήκη, ἡ,
an armoury, Plut.