οπλοστάσιο

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek Monolingual

το
1. στρ.
1. ο χώρος, η αποθήκη μέσα στην οποία φυλάσσονται τα φορητά όπλα μιας στρατιωτικής μονάδας, όπως είναι τα τυφέκια, τα οπλοπολυβόλα, τα πιστόλια, τα αντιαρματικά όπλα, τα ολμοβόλα κ.ά.
2. εργοστάσιο κατασκευής, συντήρησης και επισκευής όπλων
3. ναυτ. οπλοδόκη
4. το σύνολο τών όπλων και οπλικών συστημάτων χώρας ή συμμαχίας ή σύνολο κατηγορίας όπλων και οπλικών συστημάτων («τα πυρηνικά οπλοστάσια τών υπερδυνάμεων είναι τεράστια»)
5. μτφ. σύνολο μέσων ή επιχειρημάτων για την υποστήριξη μιας άποψης ή για την υλοποίηση ενός σκοπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλο(ν) + -στάσιο(ν) (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ὁπλοστάσιον, μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].