σιδηροπέδη

English (LSJ)

ἡ, iron fetter, Eust.1411.32.

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, eiserne Fessel, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροπέδη: ἡ, δεσμὰ τῶν ποδῶν σιδηρᾶ, Εὐστ. 1411. 32.

Greek Monolingual

η, ΝΜ
σιδερένια δεσμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].