σῑμαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλάγιον, λοξὸν αὐχένα, ἀμφίβ. παρὰ Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 669.
ὁ, ἡ, Μαυτός που έχει πλάγιο, λοξό αυχένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «κυρτός» + αὐχήν, -ένος (πρβλ. μακραύχην)].