σινικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κίνα ή στους Κινέζους («Σινική Θάλασσα»)
2. αυτός που προέρχεται από την Κίνα
3. φρ. α) «Σινικό Τείχος» — τείχος του 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα στα βόρεια της Κίνας, το μεγαλύτερο σωζόμενο αρχαίο τείχος στον κόσμο και από τα μεγαλύτερα οικοδομικά έργα όλων τών εποχών στον πλανήτη μας
β) «σινική μελάνη»
τεχνολ. ρευστό ή στερεό μίγμα αιθάλης, πηκτίνης και καμφοράς, που χρησιμοποιείται για σχεδίαση και υδατογραφία
γ) «σινικός κηρός»
χημ. κηρός που παράγεται από το έντομο Coccus ceriferus στην Ασία και που χρησιμοποιείται αντί του κηρού τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σίνες «Κινέζοι». Η λ. μαρτυρείται από το 1728 στον Μελέτιο, Μητροπολίτη Αθηνών].