σιτανίας

English (LSJ)

πυρός, ὁ, a branching cereal, Thphr. HP 8.2.3; formed
A like κριθανίας.
II v. σητάνειος.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, πυρός, eine staudenartige Weizenart, Theophr., v.l. σητανίας, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτανίας: πυρός, ὁ, πιθαν. εἶδος σίτου θαμνώδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 3· πιθαν. διάφορ. τοῦ σητάνιος, ἴδε π. Φυτ. Αἰτ. 4. 10, 3.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. είδος δημητριακού
2. πιθ. διάφορη γραφή του σητάνειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα -ανίας (πρβλ. ὑφανίας)].