σιτοθέτης

Greek Monolingual

ὁ, Α
αξιωματούχος που ήταν αρμόδιος για τον εφοδιασμό περιοχής με σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. νομοθέτης.