σιτοπαραγωγός
Greek Monolingual
-ό, Ν
1. (για τόπους) αυτός που παράγει σιτάρι («σιτοπαραγωγός περιοχή»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η σιτοπαραγωγός
αυτός που καλλιεργεί και πωλεί σιτηρά («οι σιτοπαραγωγοί δεν έβγαλαν ούτε τα έξοδά τους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].