το, Ν1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκάβω, σκαφή2. κοίλωμα, γλυφή, σκάλισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαψ- του αορ. έ-σκαψ-α του σκάβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].