σκαμπάζω

Greek Monolingual

Ν
1. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
2. φρ. «δεν σκαμπάζει γρι» — δεν ξέρει ή δεν καταλαβαίνει τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκαμβάζω «είμαι διεστραμμένος», το οποίο έλαβε και τη σημ. «παρατηρώ προσεκτικά, βλέπω»].