σκαφία

Greek Monolingual

ή σκαφιά, ἡ, Α
(σικελ. τ.) τάφρος, χαράδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ιά (πρβλ. σκοπιά)].