[Seite 892] τό, dim. von σκενδύλη, Mathem. vett.
τὸ, Αλαβίδα («ὥστε δίχηλον γενέσθαι καθάπερ τῶν λεγομένων σκενδυλίων», Ήρων).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκενδύλη, αχρ. τ. του σχενδύλη «λαβίδα»].