σκηπτοβάμων
Greek (Liddell-Scott)
σκηπτοβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. -ονος, ὁ ἐπὶ τοῦ σκήπτρου καθήμενος, ὁ σκ. ἀετός, κύων Διὸς Σοφ. Ἀποσπ. 766, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 10.
Greek Monolingual
-όβαμον, Α
βλ. σκηπτροβάμων.
Russian (Dvoretsky)
σκηπτοβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) сидящий на скиптре (Зевса) (ὁ αἰετός Soph.).
German (Pape)
[ᾱ], auf dem Zepter stehend, sitzend, αἰετός, Soph. frg. 766 bei Schol. Ar. Av. 515.