σκι
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ.
1. η χιονοδρομία, άθλημα που γίνεται πάνω στο χιόνι με ειδικά πέδιλα
2. τα πέδιλα που χρησιμοποιούνται για το άθλημα αυτό
3. φρ. «θαλάσσιο σκι» — άθλημα που διεξάγεται στην επιφάνεια της θάλασσας ή λίμνης και κατά την οποία ο αθλούμενος, που φορεί πέδιλα παρόμοια με εκείνα της χιονοδρομίας, σύρεται με ταχύτητα από ταχύπλοο σκάφος, κατορθώνοντας έτσι να επιπλέει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ski < αρχ. νορβ. skīth «κομμάτι ξύλου»].