σκιαρόκομος
English (LSJ)
σκιαρόκομον, with shading leaves, ὕλη E.Ba.875 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 898] mit Haaren, Blättern beschattend od. beschattet, ὕλη Eur. Bacch. 874.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au feuillage ombreux.
Étymologie: σκιαρός, κόμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιαρόκομος -ον [σκιαρός, κόμη] met lokken die schaduw geven (d.w.z. met schaduwrijk bladerdak).
Russian (Dvoretsky)
σκιᾰρόκομος: густолиственный, тенистый (ὕλη Eur.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πυκνά φύλλα τα οποία παρέχουν βαθιά σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαρός + -κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσόκομος].
Greek Monotonic
σκῐᾰρόκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό φύλλωμα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾰρόκομος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.