σκλαβιά

Greek Monolingual

η, Ν σκλάβος
1. η ιδιότητα του σκλάβου, δουλεία
2. μτφ. βαρύ καθήκον, βαριά δέσμευση ηθικής ή νομικής φύσης («η παντρειά είναι αληθινή σκλαβιά»).