η, Ν σκλάβος1. η ιδιότητα του σκλάβου, δουλεία2. μτφ. βαρύ καθήκον, βαριά δέσμευση ηθικής ή νομικής φύσης («η παντρειά είναι αληθινή σκλαβιά»).