παντρειά
From LSJ
Greek Monolingual
και παντριά, η
1. νόμιμη σύζευξη άνδρα και γυναίκας, γάμος
2. φρ. α) «είναι της παντρειάς» — βρίσκεται σε ηλικία γάμου
β) «με το ζόρι παντρειά» — λέγεται για καθετί που επιβάλλεται με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὑπανδρειά < ὑπανδρεύω, με σίγηση του αρκτικού υ- λόγω του ότι θεωρήθηκε άρθρο].