σκληροκέφαλος
German (Pape)
[Seite 900] hartköpfig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν κεφαλήν, ἰσχυρογνώμων, Θεοφάν. Νόνν.
Greek Monolingual
-η, -ο / σκληροκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, ξεροκέφαλος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σκληροκέφαλον
είδος αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κέφαλος (< κεφαλή)].