σκληρόθριξ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. σκληρότριχος, with hard, coarse hair, opp. μαλακόθριξ, Arist. Phgn. 806b16; πρόβατα Id. GA 783a14.
German (Pape)
[Seite 900] τριχος, harthaarig, Arist. Physiogn. 2 Gen. an. 5, 3.
Russian (Dvoretsky)
σκληρόθριξ: τρῐχος adj.
1 жестковолосый (ἄνθρωποι Arst.);
2 грубошерстный (πρόβατα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σκληρόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων σκληράν, τραχεῖαν τρίχα, «ἁδρὺ μαλλί», πρόβατα Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 5. 3, 19· ἀντίθετον τῷ μαλακόθριξ, ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 2, 7.
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. σκληρότριχος, -ον, Α
1. (για ζώα) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σκληρά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + θρίξ, τριχός (πρβλ. μελανόθριξ)].