σκληρόφυλλος
English (LSJ)
σκληρόφυλλον, with hard leaves, Thphr. HP 3.9.2 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
σκληρόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰ φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / σκληρόφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σκληρά φύλλα
νεοελλ.
φρ. α) «σκληρόφυλλη βλάστηση»
βοτ. τύπος βλάστησης της οποίας τα φυτά έχουν χαρακτηριστικώς σκληρά, δερματώδη μόνιμα φύλλα τα οποία είναι προσαρμοσμένα έτσι ώστε να παρεμποδίζουν την απώλεια υγρασίας
β) «σκλη ρόφυλλο φυτό»
βοτ. φυτό που έχει μικρά, σκληρά, δερματώδη, κηρώδη και μόνιμα φύλλα για να αντέχει στην ξηρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -φυλλος (< φύλλον)].