σκολιώδης

English (LSJ)

σκολιῶδες, crooked-looking, Apollon.Lex. s.v. παιπαλόεντος.

German (Pape)

[Seite 902] ες, von krummem Ansehen, von krummer Art, Apoll. L. H. v. παιπαλόεις.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιώδης: -ες, (εἶδος) ὁ φαινόμενος σκολιός, λοξός, Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκολιός
αυτός που δίνει την εντύπωση σκολιού.