σκοπικόν

Greek (Liddell-Scott)

σκοπικόν: τό, ἔρευνα, ἐξέτασις, θεωρία, ζωῆς καὶ θανάτου παρὰ τῷ Bandin. 3. 168.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκοπός (Ι)]
εξέταση, έρευνα.