σκορπιοκτόνον

English (LSJ)

τό,= ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.4.190 p.338 Wellm.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπιοκτόνον: τό, συνώνυμον τῷ ἡλιοτρόπιον, παρὰ Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 193.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ηλιοτρόπιον το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός «ακανθώδες φυτό» + -κτόνον (< κτείνω)].