σκούφια
Greek Monolingual
η, Ν
1. κάλυμμα του κεφαλιού, σκούφος
2. ειδικός σκούφος για βρέφη
3. λοφίο από φτερά που υπάρχει στο κεφάλι μερικών πτηνών
4. φρ. α) «βγάλε την σκούφια σου και χτύπα με» — λέγεται για εκείνους που ονειδίζουν τις πράξεις άλλων, στις οποίες όμως και οι ίδιοι είναι επιρρεπείς
β) «από πού κρατά η σκούφια σου;» — ποια είναι η καταγωγή σου;
γ) «πετάω την σκούφια μου για κάτι» — επιδοκιμάζω κάτι και συμμετέχω σε αυτό με ενθουσιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scuffia < αρχ. γερμ. kupphja].