το, Ν1. νέο σμήνος μελισσών, γονίδι, γόνος2. μτφ. μεγάλο πλήθος, ιδίως ανθρώπων («ένα σμάρι παιδιά έπαιζαν στην αλάνα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑ-σμάρι-ον, υποκορ. του αρχ. ἑσμός «σμήνος», με σίγηση του αρκτικού ε-].