σμηκτίτης

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ένυδρο πυριτικό ορυκτό του αργιλίου, που ανήκει στην ομάδα τών αργιλικών ορυκτών και απαντά με τη μορφή πολύ μικρών τεμαχιδίων, το οποίο, χάρη σε ορισμένες ιδιότητές του, χρησιμοποιείται ως λευκαντική γη για τη διαύγαση του νερού, τών χυμών και τών ηδύποτων για τον αποχρωματισμό ορυκτών και φυτικών ελαίων, καθώς και σε άλλες εφαρμογές, αλλ. σμηκτρίδα γη.