σμηνίον

English (LSJ)

τό, Dim. of σμῆνος, Dsc.2.84.
II = ἡ πρόπολις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 910] τό, dim. von σμῆνος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σμηνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σμῆνος, Διοσκ. 2. 106, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α σμήνος
1. υποκορ. του σμήνος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρόπολις».