πρόπολις
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A = προάστιον, Cels. ap. Origenes Cels.4.81 (pl.).
II bee-glue, Varro RR3.16.24, Dsc.2.84, PMag.Par.1.2379, Aët.15.14,15.
German (Pape)
[Seite 740] ἡ, vorderer od. erster Teil der Stadt, Vorstadt, – Im Bienenkorbe der Vorbau, das Bienenharz, vgl. Voß Firg. Georg. 4, 40 p. 742.
Russian (Dvoretsky)
πρόπολις: εως ἡ досл. предместье, перен. пчелиный клей Plin.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπολις: -εως, ἡ, = προάστειον, «μέρη δὲ τῶν προπόλεων (ἔνθα νῦν: τῶν πρὸ πόλεως) καὶ τὰ κατὰ δήμους ἱερά, τελεστήρια», κτλ. Πολυδ. Θ΄, 15, Κέλσος παρ’ Ὠριγέν. 4, σελ. 217, 15, 54. ΙΙ. ἐν κυψέλῃ μελισσῶν, ἡ κολλώδης ὕλη, δι’ ἧς αἱ μέλισσαι ἐσωτερικῶς χρίουσι καὶ φράττουσι τὰς κυψέλας των, Διοσκ. 2. 106, Varro R. R. 3. 16, 26, Πλίν.· ἴδε Voss. εἰς Οὐεργ. Γεωργ. 4. 40.
Spanish
Léxico de magia
ἡ goma de abeja λαβὼν κηρὸν ἄπυρον, τὸν λεγόμενον πρόπολιν, πλάσον ἄνθρωπον ἔχοντα τὴν δεξιὰν χεῖρα ἐπαιτοῦσαν toma cera que no haya estado al fuego, la llamada goma de abeja, y modela una figura humana que tenga su mano derecha en actitud de pedir P IV 2379