σολομονόμορφοι

Greek Monolingual

και σολομόρφοι, οι, Ν
ζωολ. τάξη πρωτόγονων τελεόστεων ιχθύων με 7 υποτάξεις και 1.000 περίπου αρτίγονα είδη τών γλυκών νερών, της θάλασσας ή ανάδρομα, μεταξύ τών οποίων είναι τα γνωστά για τη μεγάλη εμπορική αξία τους πέστροφα και σολομός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salmoniformes < salmon «σολομός» + forme «μορφή». Η μορφή του α' συνθετικού κατ' επίδραση του ξεν. όρου].