σουβλερός

Greek Monolingual

και σουγλερός, -ή, -ό, Ν
αιχμηρός, μυτερός, οξύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σούβλα / σούγλα + κατάλ. -ερός (πρβλ. μυτερός)].