η, Νζωολ. κοινή ονομασία τών κεφαλοπόδων μαλακίων του γένους σηπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σηπία με τροπή του -η- σε -ου- λόγω της επίδρασης του γειτονικού χειλικού -π- (πρβλ. κατηφής: κατσούφης)].