σουτιέν

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soutien - gorge < soutien «υποστήριγμα» (< ρ. soutenir < λατ. sustineo) + gorge «στήθος, λαιμός»].