η, Ν1. μεγάλο σπαθί2. εργαλείο του υφαντικού ιστού, εξάρτημα του αργαλειού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μαχαίρι: μαχαίρα)].